Το φαγκότο (βαρύαυλος), είναι πνευστό μουσικό όργανο, που ανήκει στην οικογένεια του όμποε. Η αξία του αναγνωρίστηκε από μεγάλους κλασικούς μουσικοσυνθέτες κυρίως κατά τον 18ο και 19ο αιώνα. Προήλθε από το παλαιό όργανο με την ονομασία μπομπάρτα μπάσσα. Από το 18ο αιώνα χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά ως σόλο όργανο. Στους επόμενους αιώνες υπέστη τροποποιήσεις και αποτέλεσε απαραίτητο μέλος για τις ορχήστρες, λόγω του μεγάλου φάσματος των ηχοχρωμάτων που είναι σε θέση να παραγάγει. Η έκτασή του ξεπερνά τις τρεις οκτάβες και παρουσιάζει ποικιλομορφία στον ήχο του, ο οποίος χαρακτηρίζεται πιο σκοτεινός και μελωδικός στις χαμηλές και μεσαίες νότες και γοερός στις υψηλότερες. Η εύθυμη χροιά του ενέπνευσε αρκετούς συνθέτες να το χρησιμοποιούν, με σκοπό να δώσουν κωμική εντύπωση. Παραλλαγή του είναι το κόντρα φαγκότο, ή διπλό φαγκότο, το οποίο είναι μεγαλύτερο σε διαστάσεις, του οποίου ο σωλήνας ξεπερνά συνολικά τα 5 μέτρα, και παίζει μία οκτάβα χαμηλότερα.
Στη σύγχρονη εκδοχή του, το φαγκότο συναντάται με δύο διακριτούς τύπους: τον γερμανικό (ή Heckel) και τον γαλλικό (ή Buffet). Ο πρώτος είναι περισσότερο διαδεδομένος και αποτελείται από πέντε ανοικτές οπές και 24 τάπες. Ο δεύτερος περιλαμβάνει έξι ανοικτές οπές και 22 τάπες.
Πηγή: Βικιπαίδεια