ΠΙΣΩ

Η Ποντιακή λύρα, γνωστή και ως Κεμεντζές της Μαύρης Θάλασσας, είναι παραδοσιακό μουσικό όργανο της Ελλάδας και της Τουρκίας. Ανήκει στην κατηγορία των εγχόρδων τοξοτών μουσικών οργάνων, δηλαδή που χειρίζονται με δοξάρι. Έχει τρεις χορδές, συνήθως κουρδισμένη σε τέταρτες καθαρές με νότες ΣΙ-ΜΙ-ΛΑ. Η Ποντιακή λύρα είναι το κατ΄ εξοχήν μουσικό λαϊκό όργανο των Ελλήνων του Πόντου.

Το παραδοσιακό ρεπερτόριο της Ποντιακής λύρας χωρίζεται σε δύο βασικές κατηγορίες: Η πρώτη είναι η μουσική εκτέλεση ποίησης, χωρίς χορό, σε ρυθμό 5/8 και με αργό και ανώμαλο τέμπο. Σε αυτήν κατηγορία ανήκουν και τα λεγόμενα “επιτραπέζια τραγούδια”. Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει χορευτική μουσική, με συγκεκριμένο ρυθμό, ενώ οι στίχοι είναι προαιρετικοί. Η εν λόγω κατηγορία χωρίζεται σε διάφορες υποκατηγορίες. Μία από αυτές είναι τα ερωτικά, γαμήλια, θρησκευτικά, ηρωικά, μυθολογικά ή πατριωτικά τραγούδια, καθώς και τα κάλαντα. Μια δεύτερη είναι τα τραγούδια των Ποντιακών χορών, τα οποία παίζονται με την λύρα, χωρίς στίχους, με μερικές ωστόσο εξαιρέσεις όπου οι στίχοι αναφέρουν τον εν λόγω χορό. Η Ποντιακή λύρα λύρα αποτελείται από την σκάφη της (“σκαφίδ”), τον βραχίονα (“γούλα”), τον κλειδοκράτορα (“κιφάλ”), τα κλειδιά κουρδίσματος (“ωτία”) το καπάκι (“καπάκ”), την ταστιέρα (“σπαρέλ”), τρεις μονές χορδές, τον χορδοδέτη (“παλικάρ”), τον καβαλάρη (“γάιδαρον”) και τον στύλο ήχου (“ψυχή”), καθώς και το δοξάρι της. Διακρίνεται από τη μοναδικότητα της φιαλόσχημης μορφής της με κοντό λαιμό και στενόμακρο ηχείο.

Συνηθέστερο υλικό κατασκευής του ηχείου, του κλειδοκράτορα και του βραχίονα του οργάνου είναι το μονοκόμματο ξύλο δαμασκηνιάς, καθώς και μουριάς, καρυδιάς, κέδρου, ακακίας κ.ά., ενώ του καπακιού το ξύλο πεύκου ή ελάτου. Παραδοσιακά, το ξύλο της δαμασκηνιάς θεωρείται το καλύτερο. Σύμφωνα με την παράδοση, τα νερά (αυξητικοί δακτύλιοι) του ξύλου του καπακιού, εάν είναι πυκνά αποδίδουν καλύτερα τις ψιλές συχνότητες, ενώ εάν είναι αραιά τις χαμηλότερες.

Πηγή: Βικιπαίδεια